υπερφωνώ

υπερφωνώ
-έω, ΜΑ [φωνῶ]·1. μιλώ με πολύ δυνατή φωνή (α. «μὴ πεφυκυίας τῆς τάσεως ἡ τῆς φωνῆς ἢ τῆς χορδῆς ἐπέκεινα τούτων ὑπερφωνεῑν», Παχυμ.
β. «τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῡντας», Φιλόστρ.)
2. έχω δυνατότερη φωνή από κάποιον άλλο, βγάζω δυνατότερο ήχο («τάχα ἂν καὶ τὰς τυρρηνικὰς ὑπερεφώνησα σάλπιγγας», Γρηγ. Ναζ.)
3. υπερτερώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ κάποιον («τὸ Θηβῶν πάθος ὑπερεφώνει τοὺς Ἕλληνας», Ιμερ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπερφωνῶ — ὑπερφωνέω speak exceedingly well pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερφωνέω speak exceedingly well pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑπερφωνέω speak exceedingly well pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερφωνέω speak exceedingly… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερφώνησις — ήσεως, ἡ, Μ [ὑπερφωνῶ] το να μιλάει κανείς πολύ δυνατά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”